πρασάς

πρασάς
ο
αυτός που πουλά πράσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρασάς — Oικισμός (υψόμ. 110 μ.), στην πρώην επαρχία Πεδιάδας, του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται στον δήμο Καλλιθέας. * * * ο / πρασᾱς, ΝΑ [πράσον] αυτός που καλλιεργεί ή πουλά πράσα νεοελλ. αυτός που αγαπά τα πράσα ως φαγητό …   Dictionary of Greek

  • ԿԱԽԱՐԴԱՍԱՐ — (ի, աց.) NBH 1 1034 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c, 14c ա. (իբր կախարդանս արարօղ, կամ կախարդասարաս, եւ կամ գիտակ կախարդութեան սարօք իւրովք, այս ինքն ամենայն հանգամանօք.) վարի իբր Կախարդ, եւ կախարդական. յն. τὰ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”